20/12/13

20 δίσκοι για το 2013 (#blogovision)

20
Starkey
Orbits

 

Είναι εύλογο να στέκεται κανείς καχύποπτα απέναντι σε ένα δίσκο που φέρει την ταμπέλα «αμερικανικό dubstep», πόσο μάλλον όταν πολλά από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του "Orbits" φαίνεται να εντείνουν τη δυσπιστία: απομακρυσμένο πολύ από τις dub καταβολές του, κάνοντας χρήση κάμποσων από τους χαρακτηριστικούς cheesy ήχους που έχουμε συνηθίσει να αποδίδουμε στο είδος. Κι όμως, πρόκειται για ένα ιδιαίτερα καλοδουλεμένο και συνεκτικό album, όπου ο Starkey συνθέτει όλο το φάσμα των επιρροών του – από τη βρετανική grime σκηνή έως τα διαστημικά soundtracks και τα synths του Vangelis – σε ένα ευφάνταστο και έξυπνα δομημένο σύνολο.

19
Edwyn Collins
Understated

 

Όσο δύσκολο είναι να αντιμετωπίσει κανείς τον συγκεκριμένο δίσκο χωρίς να αναφέρει τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει εδώ και χρόνια ο βετεράνος της βρετανικής indie-pop, άλλο τόσο άδικο θα ήταν να σταθεί σε αυτά, παραγνωρίζοντας την αυτόφωτη αξία του σαν ολοκληρωμένο album. Είναι λοιπόν προφανές ότι ο Edwyn Collins έχει προσαρμόσει τη μέθοδο γραφής του στις επιπτώσεις των εγκεφαλικών επεισοδίων που υπέστη το 2005, γεγονός που εκδηλώνεται τόσο από πλευράς μουσικών συνθέσεων (απλές, λιτές, αλλά συμπαγείς μελωδίες), θεματολογίας (όλα τα τραγούδια φωτίζονται από μια διαρκή αισιόδοξη διάθεση), όσο και φωνητικών (με την ταλαιπωρημένη φωνή του να ασκεί πλέον μια διαφορετικού τύπου γοητεία). Σε τελική όμως ανάλυση, αυτό που μένει είναι ένας απολύτως άρτιος και αξιόλογος δίσκος.

18
AM & Shawn Lee
La Musique Numérique

 

Η φετινή συνεργασία των AM και Shawn Lee τους βρίσκει να αποτίνουν φόρο τιμής στον ήχο της disco-funk και της electro-pop των late 70s/early 80s. Το "La Musique Numérique" είναι ένας low profile δίσκος που κινείται περίπου στα ίδια νερά με το "Random Access Memories" των Daft Punk, παρότι κυκλοφόρησε δύο μήνες νωρίτερα από το πολυφημισμένο opus των δύο Γάλλων. Παρά το πολύ χαμηλότερο budget και τις εμφανώς πιο συγκρατημένες επιδιώξεις, δε θα ήταν υπερβολικό να ειπωθεί ότι οι AM & Shawn Lee είναι εκείνοι που βγαίνουν σαφώς κερδισμένοι από τη σύγκριση.

17
Young Galaxy
Ultramarine

 

Οι εκ Βανκούβερ ορμώμενοι Young Galaxy φτάνοντας αισίως στον τέταρτο δίσκο τους αφήνουν κατά μέρος τις πιο πειραματικές τους πλευρές για να επικεντρωθούν στη δημιουργία μιας σειράς από δυνατά, τετράγωνα και πλήρη synth-pop τραγούδια με προφανώς αναπόφευκτες 80s καταβολές, καταθέτοντας έτσι ίσως τον καλύτερο δίσκο νοσταλγικής pop της χρονιάς.

16
Eleanor Friedberger
Personal Record

 

Η τραγουδίστρια των Fiery Furnaces στη δεύτερη σόλο απόπειρά της φτιάχνει έναν εξαιρετικά ευθύ αλλά πλούσιο δίσκο, με τη γραφή της να παραπέμπει στην pop-rock αμεσότητα των new wave συγκροτημάτων, πολύ κοντά στον ήχο των πρώιμων Blondie. Υπόδειγμα μεστής και φωτεινής κιθαριστικής pop.

15
Unknown Mortal Orchestra
II

 

Οι Unknown Mortal Orchestra δανείζονται στοιχεία από την μπητλική παράδοση, αλλά και τους ήχους της ψυχεδέλειας των 60s, χωρίς όμως να χάνονται σε δαιδαλώδεις ή δυσπρόστες οδούς. Εξάλλου κάθε κομμάτι κάτω από τη lo-fi ονειρώδη επίστρωσή του κρύβει μια διαυγή, σαφή μελωδία από την αρχή έως το τέλος. Το album των UMO αξίζει να ακουστεί παρέα με το δίδυμο παραγνωρισμένο αδερφάκι του, το "Wish" των Window Twins, που κυκλοφόρησε στα τέλη του περσινού Νοεμβρίου και αγνοήθηκε από κάθε year-end list.

14
Wolf People
Fain

 

Η μουσική των Wolf People πηγάζει κατευθείαν από τη rock σκηνή των 70s με πλησιέστερους συγγενείς τους Wishbone Ash. Τα οχτώ κομμάτια που συνθέτουν τον δεύτερο δίσκο τους αποφεύγουν να ακολουθήσουν τη σαφή δομή κουπλέ/ρεφρέν/σόλο, κάνοντας πιο απρόβλεπτη και ημι-αυτοσχεδιαστική την εξέλιξή τους, σε μια από τις σημαντικότερες στιγμές του φετινού folk-rock ήχου.

13
Christopher Owens
Lysandre

 

Σε αυτό το σύντομο, αυτοβιογραφικό άλμπουμ καταγραφής εμπειριών από την περιοδεία του Christopher Owens με τους Girls, o αμερικανός μουσικός και τραγουδιστής επιλέγει να ακουστεί «συνειδητά uncool», αντλώντας έμπνευση από τις μουσικές παλέτες του Cat Stevens, του Paul Simon και του Donovan, αραδιάζοντας έτσι ένα σύνολο από naïf sing-alongy εξομολογητικά τραγούδια που ενοποιούνται πάνω σε ένα χαρακτηριστικό, επαναλαμβανόμενο λάιτ-μοτίφ. Το αποτέλεσμα είναι γοητευτικό μέσα στην απλότητά και την επιτηδευμένη αφέλειά του.

12
The Shouting Matches
Grownass Man

 

Το τριμελές γκρουπ από τον Καναδά μπορεί να έγινε γνωστό ως άλλο ένα project όπου συμμετέχει ο Justin Vernon (a.k.a. Bon Iver), αυτό όμως καθίσταται εξόχως παραπλανητικό για το μουσικό ύφος και περιεχόμενο του δίσκου. Στα κομμάτια του "Grownass Man", οι τρεις μουσικοί επισκέπτονται όλων των ειδών τα blues-rock αρχέτυπα σε μια ηχογράφηση που μοιάζει να ξεπήδησε μέσα από στουντιακά jam sessions. Οι συνθέσεις τους θα μπορούσαν να συγκριθούν με τις αντίστοιχες των Black Keys, με τον ήχο εδώ να είναι σίγουρα λιγότερο νευρώδης, αλλά ταυτόχρονα πλούσιος και αναστοχαστικός.

11
A Hawk And A Hacksaw
You Have Already Gone To The Other World

 

Ο ακορντεονίστας (και πρώην drummer των Neutral Milk Hotel) Jeremy Barnes μαζί με τη βιολονίστρια Heather Trost αποτελούν εδώ και δώδεκα χρόνια τους A Hawk and a Hacksaw. Το "You Have Already Gone To The Other World" είναι ο έκτος δίσκος τους και αποτελεί ένα είδος εναλλακτικού soundtrack της γυρισμένης το 1964 ταινίας του Σεργκέι Παρατζάνοφ «Στις Σκιές των Ξεχασμένων Προγόνων». Ενσωματώνοντας ήχους, διαλόγους και μουσικά αποσπάσματα από την πρωτότυπη ταινία, μαζί με διασκευές παραδοσιακών μοτίβων της Ρουμανίας, της Ουγγαρίας και της Ουκρανίας πλάι στις δικές τους πρωτότυπες συνθέσεις και με χρήση ελάχιστων μουσικών οργάνων, χτίζουν ένα εξωστρεφές και υποβλητικό σύνολο υψηλής αισθητικής.

10
Janelle Monáe
The Electric Lady

 

Η Janelle Monáe, συνεχίζοντας το χαλαρό sci-fi concept των κυκλοφοριών της, διατρέχει εδώ όλη την πρόσφατη ιστορία της soul, γεγονός που δηλώνεται εμφατικά από τις συμμετοχές των Prince, Erykah Badu και Miguel στα πρώτα κιόλας κομμάτια του άλμπουμ. Όμως η μορφή στην οποία παραπέμπει το έργο της λόγω της φιλοδοξίας, ευρύτητας και ποικιλομορφίας του είναι μάλλον εκείνη του Stevie Wonder της δεκαετίας του '70. Μια πραγματικά φρέσκια και γοητευτική πρόταση ανάμεσα στο όλο και πιο ομογενοποιημένο σώμα της σημερινής r’n’b.

9
Rhye
Woman

 

Αν μια πρώτη επαφή με το φετινό κομψοτέχνημα των Rhye είναι ικανή να πείσει για τη λεπταίσθητη αρτιότητα και την απολαυστική soulful νωχελικότητά του, το "Woman" ταυτόχρονα αποδεικνύεται κι ένας από τους πιο βραδύκαυστους δίσκους της χρονιάς, που σε κάθε νέα ακρόαση αποκαλύπτει όλο και πιο καθαρά τα εθιστικά του hooks και τις πραγματικές αξιώσεις του.

8
Lady
Lady

 

Η υπεραντλαντική συνεργασία ανάμεσα στην αμερικανίδα Nicole Wray και τη βρετανίδα Terri Walker μαζί με την ομάδα παραγωγών της Truth and Soul Records είχε ως οδηγό τα σπουδαία soul vocal γκρουπ του παρελθόντος και τα ποιοτικά στάνταρ των δίσκων της Motown, της Atlantic και της Stax. Η απροσποίητη απλότητά των συνθέσεων και η vintage καταγωγή τους αναδεικνύουν την κυκλοφορία αυτή ως τον καλύτερο retro-soul δίσκο της χρονιάς.

7
Pillowfight
Pillowfight

 

Υπάρχει θέση για έναν παλιάς αισθητικής trip-hop δίσκο εν έτει 2013 και μάλιστα όχι της καταξιωμένης σκοτεινής πλευράς της, αλλά της πιο mainstream pop εκδοχής της, στα βήματα φερειπείν των παλιών Morcheeba; Στο project των Pillowfight, τα rhythm tracks που επιμελείται ο Dan The Automator μαζί με τα scratches του Kid Koala αποτελούν τον καμβά πάνω στον οποίο η Emily Wells προσθέτει τα φωνητικά της, φιλοτεχνώντας μια σειρά από catchy και ως επί το πλείστον upbeat trip-hop τραγούδια. Η κριτική υποδοχή του δίσκου υπήρξε αποθαρρυντική, παρόλο που τα δώδεκα κομμάτια του – και εξίσου εν δυνάμει singles – διαμορφώνουν ένα από τα πιο συγκροτημένα pop album της χρονιάς.

6
Rachel Zeffira
The Deserters

 

Η σοπράνο και πολυμαθής οργανοπαίκτρια Rachel Zeffira, με παρελθόν σε πολύχρονες κλασικές σπουδές, στον πρώτο της σόλο δίσκο δεν προβάλλει στο προσκήνιο τις ομολογουμένως εντυπωσιακές φωνητικές της δυνατότητες, αλλά επιλέγει να χτίσει σύντομα ονειρικά tracks, όπου αναζητείται η χρυσή τομή μεταξύ μπαρόκ μελωδικότητας και dream-pop ατμοσφαιρικότητας, σε ένα από τα πιο διακριτικά και υποτιμημένα album του 2013.

5
Jim James
Regions Of Light And Sound Of God

 

Ο επικεφαλής των My Morning Jacket μετατρέπεται σε one-man band για τις ανάγκες της πρώτης σόλο απόπειράς του, συνθέτοντας, παίζοντας σχεδόν όλα τα όργανα και αναλαμβάνοντας εξολοκλήρου την παραγωγή. Εδώ, αισθητά διαφοροποιημένος από τον ήχο των MMJ, διοχετεύει τις επιρροές του – τη σχεδόν εμμονική λατρεία του για τον George Harrison, τις παλιομοδίτικες μπαλάντες, τις gospel-soul αρμονίες – σε ένα δεμένο σύνολο, όπου κάθε παρελθοντικό σημείο αναφοράς συνυπάρχει με αντίστοιχες πινελιές σύγχρονης παραγωγής. Έτσι, ακόμη και στα σημεία που μοιάζει να φλερτάρει θεματολογικά με ένας είδος new age μετα-θρησκευτικότητας, η ειλικρίνεια και αυθεντικότητα που απορρέει από την αφτιασίδωτη και με ατέλειες ερμηνεία του, τον βγάζει θριαμβευτικά ασπροπρόσωπο.

4
Queens Of The Stone Age
...Like Clockwork

 

Είναι αλήθεια ότι ο νέος δίσκος των Queens Of The Stone Age αποπνέει όλα εκείνα τα γνωρίσματα της λεγόμενης «ωριμότητας» με τις χαμηλότερες ταχύτητες, τα χαλαρά πιανιστικά του διαλείμματα και τους πιο ευάλωτους στίχους της μέχρι σήμερα πορείας τους. Όλα τα παραπάνω όμως υφίστανται χωρίς να έχει γίνει καμία απολύτως έκπτωση στο όραμα του γκρουπ. Και τα δέκα κομμάτια του δίσκου σφύζουν από έμπνευση σε ένα στιβαρό σύνολο που αναδεικνύεται ακόμη καλύτερα στην ολότητά του και αποζητά τις πολλαπλές ακροάσεις. Η σπάνια συνθετική-κιθαριστική φλέβα του Josh Homme εξακολουθεί να αποτελεί σημείο αναφοράς για τη σύγχρονη rock σκηνή.

3
Grant Hart
The Argument

 

Ένα αρκετά μεγαλόπνοο concept – η δημιουργία ενός μουσικού έργου βασισμένου στην (ακυκλοφόρητη) κατά William Burroughs απόδοση του «Χαμένου Παραδείσου» του John Milton, εμπλουτισμένη με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας και πολιτικής αλληγορίας – έχει στα χέρια του πρώην μέλους των Hüsker Dü μια εξαιρετικά εμπνευσμένη κατάληξη. Απομακρυνόμενος όσο γίνεται από κάθε σκέψη για επικά, μεγαλόστομα στοιχεία, ο Grant Hart επιλέγει μια στρωτή και ευπρόσιτη μέσα στην ποικιλία της τραγουδοποιία. Παράλληλα, ενώ η φωνή του σήμερα παραπέμπει έντονα στον David Bowie, η γραφή του προσομοιάζει στις πιο άμεσες και ευμνημόνευτες στιγμές του Lou Reed των 70s. Πρόκειται για έναν δίσκο που σίγουρα αξίζει ευρύτερης αναγνώρισης.

2
Adam Green & Binki Shapiro
Adam Green & Binki Shapiro

 

Το duo των Adam Green & Binki Shapiro μπορεί να μην κομίζει κάτι ρηξικέλευθο στη σύγχρονη μουσική σκηνή, ενώ η συγκεκριμένη κυκλοφορία, λόγω και του χαμηλού προφίλ τους, είναι εύκολο να περάσει απαρατήρητη μέσα στον σημερινό ορυμαγδό πληροφόρησης και προσφοράς. Η ρετρό 60s pop αισθητική των τραγουδιών – αναπόφευκτες οι συγκρίσεις με Lee Hazelwood & Nancy Sinatra, αλλά και με τις πιο χαμηλόφωνες στιγμές της Dusty Springfield στα σημεία που η Binki Shapiro αναλαμβάνει εξολοκλήρου τα vocals – τοποθετεί το album τους σε έναν χώρο με πολλούς συνοδοιπόρους. Αυτό που κάνει όμως πραγματικά ξεχωριστό τον συγκεκριμένο δίσκο είναι η ποιότητα του songwriting, τόσο από πλευράς μελωδιών, όσο και σε επίπεδο στίχων, έτσι ώστε η ραφιναρισμένη ποιότητα των πρώτων να αντισταθμίζεται από την ευφυΐα των δεύτερων πάνω στις πιο πικρές και δύσκολες όψεις των συναισθηματικών δεσμών.

1
Alasdair Roberts & Friends
A Wonder Working Stone


Ο σκοτσέζος Alasdair Roberts ασχολείται εδώ και χρόνια με τη folk μουσική του τόπου του, μελετώντας την από τις αρχικές πηγές της μέχρι τις πιο πρόσφατες εκδοχές της. Η μουσική που γράφει ο ίδιος ακολουθεί την παράδοση των τροβαδούρων, χωρίς ιδιαίτερες εκσυγχρονιστικές πινελιές. Εδώ, folk δε σημαίνει μεταμφιεσμένο MOR-rock, ούτε εκβιαστικός λυρισμός με το μυαλό στην εμπορική καταξίωση. Εξάλλου και μόνο η χαρακτηριστική ένρινη ερμηνεία του Alasdair Roberts, μακριά από τα αμιγώς καλλίφωνα πρότυπα, τον απομακρύνει μάλλον a priori από μια τέτοιου είδους ευρύτερη αναγνώριση. Στο "A Wonder Working Stone" έχουμε να κάνουμε με ένα πυκνογραμμένο σύνολο τραγουδιών (συχνά δύο και τρεις διαφορετικοί σκοποί ενωμένοι σε έναν) που μιλούν για την ανθρώπινη κατάσταση με έναν τρόπο που μπορεί να παραπέμπει τόσο σε αλλοτινές εποχές όσο και σε σύγχρονους προβληματισμούς, αφήνοντας μια αίσθηση εξαντλητικής πληρότητας στον ακροατή.

26/1/13

Massive Attack: the remix sessions

I. Massive Attack remixed

Εναλλακτικές versions σε 13 κομμάτια των Massive Attack από 13 διαφορετικούς remixers, οι οποίοι χωρίς να αλλοιώνουν καθοριστικά την πρωτότυπη δομή, προσθέτουν στοιχεία από την προσωπική τους αισθητική σε κάθε ένα από αυτά. Εκφράζοντας ηχητικά το ύφος και τις τάσεις της εκάστοτε εποχής στην οποία κυκλοφόρησαν τα πέντε άλμπουμ των Massive Attack (Blue Lines [1991], Protection [1994], Mezzanine [1998], 100th Window [2003], Heligoland [2010]) η παρακάτω συλλογή από remix λειτουργεί παράλληλα κι ως μια αντιπροσωπευτική ρετροσπεκτίβα της μέχρι σήμερα δισκογραφίας τους.

remix duties:
1. Paul Oakenfold & Steve Osborne // 2. Nellee Hooper // 3. Blacksmith // 4. Tim Simenon // 5. Geoff Barrow & Adrian Utley // 6. Brian Eno // 7. Brendan Lynch & Primal Scream // 8. The Underdog // 9. Manic Street Preachers // 10. Jagz Kooner // 11. Christoff Berg // 12. She Is Danger // 13. Gui Boratto

192 kbps / 79m40s

II. Mezzanine Dub

Σύμφωνα με δημοσίευμα του NME από το 1998, ο Mad Professor είχε αναλάβει την αναμόρφωση όλων των κομματιών του Mezzanine σε dub μεταποιήσεις, αντίστοιχα με την προηγηθείσα συνεργασία του με τους Massive Attack στο No Protection τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Επίσημα έχουν κυκλοφορήσει λίγα από τα κομμάτια αυτά ως b-sides σε singles της εποχής. Στο σύνολό τους – μαζί με δυο διαφορετικές version κομματιών του No Protection – σχηματίζουν ένα ενδιαφέρον πειραματικό mini album.

192 kbps / 49m39s

III. Massive remixes

Εδώ βρίσκονται συγκεντρωμένα σχεδόν όλα τα remix που έχουν επιμεληθεί οι ίδιοι οι Massive Attack για άλλους μουσικούς, είτε ως γκρουπ είτε ως μεμονωμένα μέλη (3D, Daddy G, Mushroom).

192 kbps / 76m28s

30/12/12

Archie Shepp




Let's start from the beginning.

Well, my father, he was a banjo player and he liked to sing. There was music all around me. My community was rich with music and from that point of view, my cup runith over. It was inspiration for me. That was the one thing that poor black people had was music and a musical environment. It was a very rich musical environment and a very original one.

Why did you put down the banjo?

Well, you know, Fred, it wasn't hip. I guess when I got to Philly, I was born in Florida, in the South, where things are much more bucolic and rural, but as I moved to the North, the guys were playing pianos and saxophones and basses and I began to see other things and hear other things. It is your personality as well. I guess I wanted to some degree to be out front. Since then, I have found out that basically, I make as much money as a saxophone player as I would have being in the back (laughing). When we moved to Philadelphia, I started formally on piano. My parents were poor, but music lessons were not really very expensive because, here again, Philadelphia is so rich, like many of the cities, Detroit and Chicago, there were always black people and instructors who had graduated with degrees and Ph.D.s and couldn't find a job in music and symphony orchestras because of the racism. So they ended up teaching kids in the park in their neighborhood for a dollar a lesson, two dollars a lesson. That is how I studied.

It is difficult for the current generation to relate to the struggles of the Civil Rights Movement.

The question that I would ask, Fred, is why aren't they familiar with it because I don't think things have changed profoundly much. You might say that there is a black middle class that has become less and less observant of its own community and its responsibility to that community, but that doesn't mean that the problems have disappeared. I see more and more homeless people on the streets. I see my people struggling harder than ever. I think the facade has changed. Cities are being gentrified. Fortunately, thank God, I am living in a nice home, but I know a lot of my people don't enjoy those opportunities. (...)

Let's touch on your collaborations with Cecil Taylor.

Yeah, I joined his band in 1960. Here again, Fred, the times were quite different. This music was, in a sense, right in tune with the whole revolution and the speeches of Martin Luther King and the Black Panthers, the black Muslims, we were right in tune with all of that. We weren't making any money, but I mean, we played at lofts for five dollars a night. Dennis Charles and Don Cherry and whatever money we made, we split up and would give it to our political organizations.

That kind of loyal dedication is so sadly missing these days.


Well, because we were in struggle at that time. We would give money to our political organizations to press leaflets. We would go up to Harlem. We would support whatever was going on at the time, Urban League, the more radical Black Panthers, whatever. I played concerts, gigs, spoke on the streets. I was engaged. You don't find that these days, but why would you? I think the world has been made more comfortable. It is the world of Oprah Winfreys today. She is the model for black women, in the sense that she is a billionaire. I don't think she does much. She is typical. There is nothing against Ms. Winfrey. She is a very talented and a beautiful woman, but I don't think she is very effective even though she is rich. That is typical of our people today with young billionaires and all these musicians and Michael Jordan and Shaq. What is the name of that singer? She is quite beautiful. She has had some problems recently.

Whitney Houston.

Whitney, yeah. I think they form a class of people today that for young black people, they are set up by the establishment to be seen as models, but in fact, these are really hollow men and hollow women. They are people without any clue of their own political history or historical knowledge of where they come from, even their understanding of their own culture and what they produce and its meaning to other things that are produced within their own culture and so called jazz music. They don't see any relationships and they don't make any relationships.

(~2000, interviewed by Fred Jung for Jazz Weekly)



I find that here in the States, audiences are generally less knowledgeable, from the cognitive point of view, though they are emotionally more receptive. Americans, particularly white Americans, have spent so much time in the company of each other that I find that when I play for an American audience it’s a much more intimate experience. It’s a language that by now everybody understands, especially because of rock and roll and popular music. A whole generation of young whites have involved themselves with traditional Negro music. What is important to them are the focal aspects: the beat, the blues scale. Jazz was absorbed here even though there was no particular movement or philosophy which went with the post-’60’s music. There was never anything comparable to the European movement in this country. In Europe it evolved out of a whole intellectual process. The European intellectuals were and are very much into so-called avant-garde music. In America, for a brief time, people who followed Coltrane were studied and considered important, but it didn’t last long. The result is that the kind of music I played in the ’60’s is completely dismissed in this country as a wrong turn, a suicidal effort.

With the avant-garde movement in Europe, is it not so much a question of magnitude - that the movement was bigger there - or is it just that it lasted longer?

Well, I think, too, it’s because of the climate in Europe. Their historical, cultural and aesthetic values were formed from a critical perspective that was, at first, Anglo- and Francophilic: with Hughes Panassie, Andre Hodeir, Ernst Ansermet, Eric Borneman. some of the major artistic movements exploded there: cubism, Stravinsky’s "Rite of Spring", the poets - Rimbaud and all those. There is a tradition of intellectual and aesthetic radicalism in Europe which is also peculiarly related to politics. Beginning in the 1960’s, I think Europeans - particularly the European Left - saw me as a spokesperson for the avant-garde because I tended to articulate some of the political frustrations that black people felt in America at the time, vis-a-vis people like Martin Luther King and organizations like the Black Muslims. It was a particularly interesting and exciting time, and the European political and artistic establishment was turned on by the Civil Rights Movement and the artistic revolution that was becoming a part of jazz. (...)

John Coltrane was perhaps the greatest radical of the avant-garde. It couldn’t be far enough out for Trane. Trane is the guy that created us, in a way. He believed in us. He was our mentor. To view it from an historical perspective, he freed black music from the entertainment syndrome. Black artists had always been told, there was a certain amount of "time" in which to do your thing. Coltrane was an artist who decided to play not simply because people wanted to be entertained. He could, as Elvin Jones has pointed out, play a matinee for three hours without a break. He played what he felt. The way Stravinsky might have thought on paper, he did in his head. That was his genius - improvisation. It is amazing that this kind of process could have evolved out of the black experience. The question is, can we accept this? Does a black artist have the right to demand our attention the way we attend to beethoven, Stockhausen, or Phillip Glass? It’s a challenge. Coltrane’s challenge is, I think, still before us. Today, music is visual. You get a show where people are jumping up and dancing, but it’s not a critical event in the sense of profound catharsis. Essentially it’s celebratory. Coltrane was celebratory in that original sense. He was digging for something; he was looking for that other dimension and he often found it. With music he did create a fourth dimension; the sound was something total - at some points fear. He could combine all of those elements, audience participation, the response mechanism; it was like church sometimes with Coltrane’s performance. What was interesting was that the experience informed members of disparate people as an audience, blacks and whites - and this was not an easy music to listen to. That it didn’t survive here in the states is, I think, partly because we tend to be very conservative politically. (...)

It seems that the only real difference is coming out in rap music.

Rap is probably the most original. Here I find an amazing phenomenon. These kids don’t learn poetry in school. Nobody taught them iambic pentameter or rhymed couplets. They, unfairly, haven’t read Pope or Dryden. Yet here they are, spinning this stuff off and making money reciting poetry. On the one hand, I think that is really commendable and exciting, but I also find it very limited. For example, I’ve done a few poems, which I don’t think the black community has heard much of (laughs). My work isn’t as accessible as Miles Davis’ or Herbie Hancock’s. Most of the recordings that I made were done in Europe. They aren’t popular recordings in the sense that their intellectual content renders them less marketable to a mass audience. In rap music, even though the element of poetry is very strong, so is the element of the drum, the implication of the dance. Without the beat, its commercial value would certainly be more tenuous. In fact, without the orchestral and theatrical concepts that evolved with it, the lights, the spectacle, etc., it’s doubtful what you would have. Denuded of all accoutrement what you would have is rapping, which perhaps wouldn’t be as exciting to the mass of our youth. Also, there is the dimension of the media, television, that thrives on the youthful image, the pretty girl, the handsome young man or the bizarre: The Fat Boys, King Sized Dick and the like. This is the nature of pop art in our country today. Much of it is defined by Negro spirit and the thrust of black art. This is presented to us as Jefferson Airplane or the Rolling Stones. It’s not clear who actually created all this. It’s not made clear and it never was. The packaging of black art forms is a highly sophisticated and insidious business.

(December 1990, interviewed by Scott Cashman for Spit: A Journal of the Arts)



Jazz was such a strong black cultural expression when you came up. Is it still?

No, not at all. The ambiance has changed. For example, it seems to have moved from Harlem to Lincoln Center, that is from uptown to midtown. It’s taken on another meaning. It also is attracting an entirely different audience. It used to be this music – African-American music — was in the African-American community. You’d find it in Chicago in the South Side, in North and South Philadelphia, in Harlem. But all those clubs are gone now; they’ve disappeared.

It’s only to be expected, because it’s become more and more a middle class music and less and less a music that comes from the working classes. It seems people in the ghetto would rather spend their money on Prince or Michael Jackson than Coltrane. To some degree it’s the fault of the jazz musicians; their music has become more intellectual or academic. The people in the community have held onto their blues invention. It’s a question of musicians going to colleges and universities and becoming more and more like Stravinsky and less and less like Charley Patton.

Archie, you’ve lived through lots of arguments over the word “jazz.” Nicholas Payton, the trumpeter, wants to retire the term. He’s campaigning to bring the music under the big umbrella of what he calls “BAM” – an acronym for Black American Music. What do you think of that?

He’s right. Jazz is a term that seems to originate in questionable circumstances. It begins in New Orleans with the bordellos and the houses of prostitution. And it’s probably no accident that the first people, scholars, to seriously write about this music were francophones, people like Hugh Panassie, Andre Hodeir, Charles Delaunay.

Also, it seems the term “jazz” itself might have some French origins. For example the French use a term “jaser,” a verb that means to talk, to chat, to speak in light conversation. And in the Occitan dialect, which one finds in the southwest of France, they actually have a term “jass,” which is spelled as it originally was spelled in New Orleans, with an “s.” In this case, it means a stable, a place where the animals were kept. So the term “jazz” might have some French origins: The fact that the first people to write about it were francophones, and that the people in New Orleans were people who spoke French.

Nicholas may be right. People like Sidney Bechet rejected the use of the term jazz. Also Duke Ellington, Max Roach, Yusef Lateef. Why are we saddled with it? It’s not a name created by black musicians for their own music. It’s a word created by the critics who wrote about the music, and at a certain point one wonders why the “King of Swing” wouldn’t be Count Basie or Louis Armstrong. In fact, all the important innovators in this music are black. There are a lot of great white musicians; I like Scott LaFaro, Charlie Haden. Roswell (Rudd)’s a great player, and you can talk about Beiderbecke. But none of them fundamentally changed or led this music.

Look at the impact that Coltrane has had on modern music. There’s not a saxophone player today, not a young one, who hasn’t gotten something from Coltrane. And that goes for trumpet players and others, too, because he brought so much to the music from a theoretical standpoint. (...)

Archie, for me, one of the greatest moments on any of your records happens on “Live at the Donaueschingen Music Festival,” in ’67, when the whole band is in the midst of this amazing, beautiful chaos – and then, it’s like a curtain is lifted, and suddenly, it’s just you, playing “The Shadow of Your Smile.” How hard did you work at the arrangement to make that happen? It’s like magic.

Believe me, it was carefully worked out. We had worked on it for months — because we didn’t get many gigs! I used to work in my little studio; I was just learning to arrange and I worked some of it through by ear, and we’d do it over and over again. I was inspired originally by a march by John Philip Sousa, called “King Cotton.” The band also recorded it with tuba on “Mama Too Tight.” And on the record you mention, “Donaueschingen,” it evolves into all this freedom, and in the middle of all this freedom, I had crafted this version of “The Shadow of Your Smile” — which was always a shock whenever we performed it, because it seems to come out of nowhere.

We performed it one time in Paris at a big hall called the Salle Pleyel, where we followed Miles Davis. Now, Miles had gotten a standing ovation. This was in 1967, just before the student rebellion in Paris. And so we came on, and we were shocking to look at: Roswell was wearing a baseball cap; I was wearing a dashiki. And there was this explosion of sound, cacophonous, and we only played one song, one long piece for about an hour and a half. And about 15 minutes into it, all the people who were sitting in the orchestra — they were mostly older people, the bourgeoisie — they all started heading to the exits. And it was just at that point that “The Shadow of Your Smile” evolved out of that arrangement, and it was something to watch. I tell you, the first person — the leader of this mass exit — had his hand on the door and he suddenly stopped, as if something had hit him. He released his hand and he came back to his seat; they all did. They all came back and sat down. It was incredible to watch, because easily 100 people had been about to leave.

And when we finished, contrary to Miles, there was an outcry of boos – oh, it was terrible. But up in the balcony — where all the young people were seated, in the cheap seats — everyone was cheering. So there was a standoff for about ten minutes between the boos and the cheers. And finally I was asked to do an encore; it was amazing. And the following year they had that student rebellion, so I guess it was an indication of things to come.

(October 2012, interviewed by Richard Scheinin for A+E Interactive)



20/12/12

20 δίσκοι για το 2012 (#blogovision)

20
Dr. John
Locked Down


Ήδη από το “Gris-Gris” του 1968, ο Dr. John ακουγόταν σαν ένας ευφάνταστος γερο-χίπης που ήρθε να μπολιάσει τo rock’n’roll και το rhythm’n’blues με την ψυχεδέλεια και τα ηχητικά ιδιώματα της Νέας Ορλεάνης. Μπορεί ο φετινός δίσκος του 72χρονου πλέον Malcolm John Rebennack Jr. να οφείλει την ενισχυμένη δημοσιότητα του στη συμμετοχή του Dan Auerbach των Black Keys σε παραγωγή, ενορχήστρωση και σύνθεση, είναι όμως η καθαρά μουσική του αξία που τον αναδεικνύει σε ένα από τα πιο αξιαγάπητα άλμπουμ της χρονιάς.

19
Opossom
Electric Hawaii


Μελωδικές γραμμές βγαλμένες κατευθείαν από τα ’60s και τους Beach Boys, φιλτραρισμένα φωνητικά, ντραμς και synths σε πρώτο πλάνο, εννέα τραγούδια κι ένα instrumental συνολικής διάρκειας τριάντα λεπτών. Είναι ένας από τους πιο feelgood δίσκους της χρονιάς και έρχεται από τη Νέα Ζηλανδία. 

18
Father John Misty
Fear Fun


Ο πρώην drummer των Fleet Foxes, Joshua Tillman, χωρίς να απομακρύνεται θεαματικά από την αισθητική του παλιού του συγκροτήματος, φέρνει στην επιφάνεια country αδυναμίες και δημιουργεί μια σειρά από folk-ish συνθέσεις που ξεχωρίζουν από τις απόπειρες πολλών ομότεχνών του χάρη στο ιδιαίτερο, προσωπικό του ύφος και τη στιχουργική του φαντασία.

17
Trembling Bells & Bonnie 'Prince' Billy
The Marble Downs


Οι Trembling Bells, folk-rock συγκρότημα της Γλασκόβης, καλούν τον αμερικανό Will Oldham (a.k.a. Bonnie ‘Prince’ Billy) να συμβάλει ερμηνευτικά στον τελευταίο τους δίσκο και φιλοτεχνούν ένα σύνολο που εντυπωσιάζει με τη συνύπαρξη των αιθέριων φωνητικών της Lavinia Blackwall με τον γήινο «τσακισμένο» τόνο του Billy, το επίπεδο των συνθέσεων του Alex Neilson και τον πεσιμιστικό τόνο των στίχων.

16
Dark Dark Dark
Who Needs Who


Απλές αλλά εθιστικές μπαρόκ μελωδίες στο πιάνο και η Nona Marie Invie να ερμηνεύει γοητευτικά και με αυτοσυγκράτηση στο δεύτερο άλμπουμ του γκρουπ της Μινεάπολης. Παρόμοια διακριτικό είναι και το παίξιμο των υπολοίπων μελών της μπάντας, με ήχους από τρομπέτες και ακορντεόν να εμφανίζονται σποραδικά, διστάζοντας να βγουν στο προσκήνιο και να διαταράξουν την ισορροπία των κομματιών. Προτείνεται ανεπιφύλακτα σε όσους αγαπούν τους Beirut και τη Feist.

15
Slugabed
Time Team


Δανειζόμενος στοιχεία τόσο από το παρελθόν, όσο και το σήμερα, ο Slugabed στο ντεμπούτο του καταφέρνει να ορίσει τον προσωπικό του ήχο-σφραγίδα, βάζοντας ένα διακριτό στίγμα στην ηλεκτρονική σκηνή. Κάθε track είναι φτιαγμένο με τα ίδια υλικά, μαγειρεμένα κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο, σε έναν δίσκο που δεν μπορεί να καταχωρηθεί κάτω από κάποια συγκεκριμένη υποκατηγορία της electronica.

14
THEEsatisfaction
AwE NaturalE


Black pride, soulfulness, feminist passion, uncompromising attitude. Με σημείο αναφοράς το πολιτικο-κοινωνικό hip-hop, οι THEESatisfation αγκαλιάζουν όλη την ιστορία της αφροαμερικανικής μουσικής παράδοσης από την τζαζ και τον Stevie Wonder, μέχρι το daisy age rap και τη neo-soul σκηνή των ’90s, συνδυάζοντας στις σύντομες βινιέτες τους τη soul μελωδικότητα και το conscious rhyming με την ασυμβίβαστη στράτευσή τους στην ελεύθερη επιλογή ερωτικής ταυτότητας.

13
Stealing Sheep
Into The Diamond Sun


Οι τρεις βρετανίδες που συναποτελούν τις Stealing Sheep κερδίζουν άμεσα την προσοχή του ακροατή με τον τρόπο που αναμιγνύουν αρχαϊκές, μεσαιωνικού τύπου αρμονίες με ψυχεδελική ποπ των ’60s. Η παραγωγή συνθέτει με ένα σύγχρονο φινίρισμα τις παραπάνω επιρροές σε ένα ενιαίο σύνολο, όπου κάθε τραγούδι διαθέτει αυτόφωτο λόγο ύπαρξης. Ηχητικά, πιθανότατα η επιτομή του twee, σε έναν από τους πιο ακαταμάχητα γοητευτικούς δίσκους της χρονιάς.

12
Lonely Drifter Karen
Poles


Με τα μέλη τους να έχουν καταγωγή από διάφορα μέρη της Ευρώπης (Αυστρία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία) και βάση το Βέλγιο, στον τρίτο τους δίσκο οι Lonely Drifter Karen παρουσιάζουν μια σειρά από art pop-rock τραγούδια που ξεχωρίζουν χάρη στα καλογραμμένα hooks τους και τη φωνή της Tanja Frinta που τα αναδεικνύει σε πραγματικά κομψά δημιουργήματα.

11
Bobby Womack
The Bravest Man In The Universe


Η επαναφορά ενός ζωντανού θρύλου στο στούντιο με τη βοήθεια των Damon Albarn και Richard Russell καταλήγει σε έναν αναπάντεχα καλό δίσκο, όπου η τραχύτερη με το πέρασμα του χρόνου φωνή του Bobby Womack πλαισιώνεται από σύγχρονα σκελετικά beats. Η εύθραυστη υγεία του 68χρονου Bobby φαίνεται να αναγκάζει την  ενσωμάτωση αυτοσχεδιασμών, πρόχειρων live-in-studio διασκευών σε gospel standards και την κλήση guest vocalists για την ολοκλήρωση του δίσκου, κίνηση που αντί να αδυνατίσει το τελικό αποτέλεσμα, του προσδίνει περαιτέρω γοητεία.

10
Rufus Wainwright
Out Of The Game


Στο “Out Of The Game” ο Rufus Wainwright συνεχίζει τη διαδρομή του στον χώρο της chamber pop, δίνοντας εδώ περισσότερο βάση στον δεύτερο όρο. Παρουσιάζοντας μια σειρά από εύληπτα old-fashioned τραγούδια στο γνωστό cabaret ύφος του και με πιο soft-rock κατεύθυνση στην παραγωγή, φτιάχνει έναν από τους πιο συνεκτικούς δίσκους της καριέρας του.

9
Dirty Projectors
Swing Lo Magellan


Από το πλήθος των επιρροών (Beatles, folk, soul κ.ά.), ίσως η πλέον καθοριστική στη διαμόρφωση του ιδιαίτερου ηχοχρώματος του δίσκου αυτού να είναι εκείνη των κιθαριστικών μοτίβων της Αφρικής (soukous, highlife, chimurenga). Σε αντίθεση όμως με την ενσωμάτωσή τους σε μια τετραγωνισμένη ποπ αντίληψη αντίστοιχη των Vampire Weekend, οι Dirty Projectors αφήνουν ελεύθερη τη φαντασία τους σε ένα πολύ φιλόδοξο μουσικά και στιχουργικά εγχείρημα που καταφέρνει να ισορροπήσει άψογα μεταξύ αμεσότητας και πειραματισμού.

8
Leonard Cohen
Old Ideas


Για μουσικούς όπως ο Leonard Cohen μπορεί η είδηση μιας δισκογραφικής επιστροφής να κερδίζει προσωρινά αρκετή δημοσιότητα στις στήλες του Τύπου, ελάχιστοι όμως αναμένουν κάποια ουσιώδη προσφορά από καλλιτέχνες που έχουν περάσει την πιο παραγωγική τους φάση τέσσερις δεκαετίες νωρίτερα. Κι όμως, ο δίσκος που κυκλοφόρησε φέτος, συμπληρώνοντας τα 78 του χρόνια, είναι τόσο πλήρης και όμορφος – μακριά από παλαιότερες, μάλλον άχαρες, απόπειρες εκσυγχρονισμού του ήχου του – που επιβάλλεται πλέον να μνημονεύεται ανάμεσα στους κορυφαίους του, σε μελλοντικές ανασκοπήσεις της δισκογραφίας του.

7
Edward Sharpe & The Magnetic Zeros
Here


Ο Edward Sharpe είναι το alter ego του μουσικού και τραγουδιστή Alex Ebert, που παράλληλα με το κανονικό του γκρουπ, τους Ima Robot, ξεκίνησε από το 2007 ένα συλλογικό project αναβίωσης της αμερικανικής folk/rock/country/soul/gospel/hippie εναλλακτικής σκηνής των ’60s με συνθέσεις που ανακαλούν αρχετυπικά μουσικά μοτίβα της εποχής. Αν και ο ίδιος προτιμά τον όρο "country r’n’b" και δηλώνει ότι οι συσχετίσεις της μουσικής του με τον χιπισμό τον έχουν κουράσει, οι απλές συνθέσεις του δεύτερου δίσκου των Edward Sharpe & The Magnetic Zeros στέλνουν τον ακροατή κατευθείαν στη χρονοκάψουλα της flower power και τον υποβάλλουν σε μια καθηλωτική, μυσταγωγική ατμόσφαιρα.

6
Actress
R.I.P


Δεκαπέντε αυτοτελή κομμάτια λεπτοδουλεμένης μινιμαλιστικής freeform electronica, βασισμένα πάνω σε λούπες που εξελίσσονται σε μικροκλίμακα, διαφοροποιούνται με αργό ρυθμό και αποσύρονται νωρίς, χωρίς να προδίδουν τη χρονολογική προέλευσή τους (παραπέμποντας ενδεχομένως σε ηχογραφήσεις από το αρχείο του Aphex Twin ή κάποιον μελλοντικό δίσκο των Oneohtrix Point Never). Ηχητικές εμπειρίες με τον τρόπο που μόνο η ηλεκτρονική μουσική μπορεί να προσφέρει. Από τις περιπτώσεις που το hype για έναν δίσκο είναι απόλυτα δικαιολογημένο.

5
Burning Hearts
Extinctions


Οι Φινλανδοί Burning Hearts ισορροπούν τη φόρμα των τραγουδιών τους ανάμεσα στις έντονες, ευμνημόνευτες μελωδίες και την άψογη αλλά ενσυνείδητα αποστασιοποιημένη γυναικεία φωνητική ερμηνεία, καθώς ένα concept σχετικό με την απώλεια και τον θάνατο διαπερνά τους στίχους κάθε κομματιού, ενώ η παραγωγή επιστρώνει μια επιπλέον γυαλάδα στον ήχο, εντείνοντας το δίπολο θελκτικότητας-ψυχρότητας. Από τους πιο παραγνωρισμένους δίσκους της χρονιάς, αξίζει να γίνει γνωστός σε ευρύτερο ακροατήριο.

4
Pepe Deluxé
Queen Of The Wave


Με παρελθόν στη big beat electronica, το φινλανδικό συγκρότημα των Pepe Deluxé καταπιάνεται με το υπερφιλόδοξο εγχείρημα της δημιουργίας μιας «esoteric pop όπερας σε τρεις πράξεις», βασισμένης σε ένα βιβλίο ψευδο-αυτοβιογραφικής επιστημονικής φαντασίας πάνω στο μύθο της Χαμένης Ατλαντίδας από τα τέλη του 19ου αιώνα ("A Dweller on Two Planets"). Κι αν αυτό δεν ακούγεται αρκετά μπερδεμένο, οι ίδιοι οι Pepe Deluxé κάνουν τα πράγματα ακόμα πιο πολύπλοκα βασίζοντας τη λογική του έργου τους πάνω στον μαξιμαλισμό. Ψυχεδελικό ροκ, μπαρόκ μελωδίες, surf κιθάρες, γυναικεία και αντρικά φωνητικά που εναλλάσσονται, επικό ύφος με διαδοχικά κρεσέντα, υπερπληθωρική ενορχήστρωση, τους κάνουν να ακούγονται σαν το απότοκο μιας υποθετικής συνεργασίας των Queen με τους Basement Jaxx. Το γεγονός ότι το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι απροσδόκητα επιτυχημένο και λειτουργικό οφείλεται εν μέρει στη υπονόμευση του όλου εγχειρήματος από μια υποδόρια χιουμοριστική διάθεση, ταυτόχρονα με την απόλυτη σοβαρότητα και προσήλωση με την οποία προσεγγίζουν κάθε λεπτομέρεια των κομματιών.

3
Chairlift
Something
   

Ένα από τα πιο γοητευτικά χαρακτηριστικά της καλοφτιαγμένης ποπ αποτελεί το γεγονός ότι ενώ είναι ιδιαίτερα δύσκολο να γραφτεί, ακούγοντάς τη, μοιάζει σαν να πρόκειται για μια πολύ απλή διαδικασία. Η ανυπόκριτη αδυναμία των Chairlift για την ποπ της δεκαετίας του ’80 είναι εμφανής σε όλα τα τραγούδια του δίσκου, όπου το κάθε ένα από αυτά θα μπορούσε να σταθεί ξεχωριστά ως single, με το άλμπουμ - λόγω διάρκειας και ποιοτικής συνοχής - να φαντάζει ως το αντίστοιχο ενός βινυλιακού δίσκου με τα Greatest Hits ενός σπουδαίου ξεχασμένου συγκροτήματος των ’80s.

2
Jeb Loy Nichols
The Jeb Loy Nichols Special


Γεννημένος στο Ουαϊόμινγκ αλλά εδώ και πολλά χρόνια κάτοικος Ουαλίας, ο Jeb Loy Nichols έχει κυκλοφορήσει από το 1997 συνολικά δέκα σόλο δίσκους, όπου συνδυάζει τις παραδόσεις της πατρίδας του (folk, country, blues) με soul, jazz, reggae και pop στοιχεία. Εδώ, συνοδεία πολύ απλών ενορχηστρώσεων (θυμίζοντας ενίοτε τους πρώτους δίσκους του J.J.Cale), παραθέτει ορισμένα από τα ωραιότερα τραγούδια που έχει γράψει ο ίδιος, μαζί με μια σειρά διασκευών (Merle Haggard, George Jackson, Donnie Fritts), συν μια ελεύθερη blues-y απόδοση του reggae classic “Hard Times” του Pablo Gad - εμπλουτισμένη μεταξύ άλλων και με αναφορές στον Μπρεχτ - αγγίζοντας την έως τώρα δημιουργική του κορυφή.

1
Belbury Poly
The Belbury Tales


Από ένα label (Ghost Box) αφιερωμένο αποκλειστικά σε έναν ειδικού τύπου ρετροφουτουρισμό, ο τέταρτος δίσκος των Belbury Poly αποτελεί την ιδανική εισαγωγή στη φιλοσοφία των Jim Jupp και Julian House. Σημεία αναφοράς η πρωτο-ηλεκτρονική μουσική της περιόδου 1958-1978, η ηχητική επένδυση αγγλικών ντοκιμαντέρ της δεκαετίας του ’70, η progressive/avant-garde σκηνή του Canterbury, η musique concrète και γενικότερα μορφές μοντερνισμού από μια vintage οπτική. Καθαρά εικονοποιητική μουσική, ένα φανταστικό soundtrack για κλασικές ιστορίες τρόμου, επιστημονικής φαντασίας, μεταφυσικής παραδοξότητας, αρχαίων θρύλων και σκοτεινών παραμυθιών, όπως θα παίζονταν στη βρετανική κρατική τηλεόραση κάπου 35 χρόνια πριν. Εδώ συμμετέχει για πρώτη φορά ένα κανονικό rhythm section, αρμονικά δεμένο με τη συνολική lo-fi αισθητική του δίσκου, στέλνοντας τον ήχο ενίοτε και σε πιο psych rock μονοπάτια. Κι αν όλα τα παραπάνω ίσως ακούγονται υπερβολικά θεωρητικά, η ηχητική απόλαυση που παρέχει ο δίσκος από μόνος του δε χρειάζεται καμία επιπλέον ανάλυση.